καταψυκτικος

καταψυκτικος
    καταψυκτικός
    κατα-ψυκτικός
    3
    охлаждающий, освежающий Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καταψυκτικος" в других словарях:

  • καταψυκτικός — ή, ό (Α καταψυκτικός, ή, όν) [καταψύχω] νεοελλ. αυτός που επιφέρει κατάψυξη αρχ. δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • καταψυκτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί μεγάλη ψύξη: Θέλει καταψυκτική εγκατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψυκτικά — καταψυκτικός cooling neut nom/voc/acc pl καταψυκτικά̱ , καταψυκτικός cooling fem nom/voc/acc dual καταψυκτικά̱ , καταψυκτικός cooling fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικόν — καταψυκτικός cooling masc acc sg καταψυκτικός cooling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικοῖς — καταψυκτικός cooling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικοῦ — καταψυκτικός cooling masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικῇ — καταψυκτικός cooling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτική — καταψυκτικός cooling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτήριος — ια, ο [καταψύχω] αυτός που επιφέρει κατάψυξη, καταψυκτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»